- Κρατίνειος
- Κρᾰτίνειος [ῑ], α, ον,A used by the Comic poet Cratinus,
ὄνομα D.H. Rh.11.10
;μέτρον Heph.15.21
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὄνομα D.H. Rh.11.10
;μέτρον Heph.15.21
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κρατίνειος — κρατίνειος, εία, ον (Α) αυτός που αναφέρεται στον ποιητή Κρατίνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύρ. όν. Κρατίνος + επίθημα ειος (πρβλ. Αχίλλ ειος, Ηράκλ ειος)] … Dictionary of Greek
Κρατίνειον — Κρατίνειος used by masc acc sg Κρατίνειος used by neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)